καταβροχθίσας

καταβροχθίσας
καταβροχθίσᾱς , καταβροχθίζω
gulp down
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
καταβροχθίσᾱς , καταβροχθίζω
gulp down
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • VENTRICULUS Victimae — inter partes Sacerdoti assignatas, memoratur Mosi, Deuteron. c. 18. v. 3. ubi Graeci vocem Hebr. Gap desc: Hebrew ἔνυςτρον reddunt. Est autem ἔνυςτρον Hesychio τὸ μέγα ἔντερον τῶ ξώων, ἡ κοιλία, magnum animalium intestinum, venter. Aliis ἠνυςτρον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήνυστρο — Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων. * * * το (Α ἤνυστρον) το τέταρτο στομάχι τών… …   Dictionary of Greek

  • καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”